ελαιουργός

ελαιουργός
ο
1) хозяин завода оливкового масла; 2) специалист по выработке оливкового масла; 3) рабочий маслобойни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελαιουργός" в других словарях:

  • ελαιουργός — ο (AM ἐλαιουργός, θηλ. ἐλαιούργισσα, η) 1. αυτός που εργάζεται για την παρασκευή ελαίου, ο ειδικός στην ελαιουργία, ο ελαιοτρίβης 2. ο ιδιοκτήτης ελαιουργείου …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»